purveyor - ορισμός. Τι είναι το purveyor
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι purveyor - ορισμός


Purveyor         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Purveyor (disambiguation)
<World-Wide Web> A World-Wide Web server for Windows NT and Windows 95 (when available). http://process.com/. E-mail: <info@process.com>. (1995-04-11)
Purveyor         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Purveyor (disambiguation)
·noun a procurer; a pimp; a bawd.
II. Purveyor ·noun An officer who formerly provided, or exacted provision, for the king's household.
III. Purveyor ·noun One who provides victuals, or whose business is to make provision for the table; a victualer; a caterer.
purveyor         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Purveyor (disambiguation)
n.
Provider, caterer, victualler.

Βικιπαίδεια

Purveyor
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για purveyor
1. Lauren Laverne, purveyor of the country‘s best breakfast show.
2. Potter is not simply a purveyor of sentimental fluff.
3. That launches an attack against the nation‘s largest purveyor of "reproductive health care" –– including abortions.
4. The government–held Hydro–OGK is, and will remain, the only other purveyor of hydroelectricity.
5. Thad Cochran, an adroit pork purveyor, has a special talent for protecting Mississippi cotton subsidies.